- θαλαμάρχης
- ο воен, унтер-офицер, ответственный за чистоту и порядок в казарме, палате
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλαμάρχης — ο ο κατά βαθμό ανώτερος ή αρχαιότερος από τους υπαξιωματικούς που μένουν σ έναν θάλαμο τού στρατώνα, υπεύθυνος για την τάξη και την καθαριότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + αρχης* (πρβλ. ομαδ άρχης, τμηματ άρχης). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην… … Dictionary of Greek
θαλαμάρχης — ο υπαξιωματικός που έχει καθήκον να επιβλέπει την τάξη και την καθαριότητα ενός θαλάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek